Перевод: со всех языков на русский

βγαίνω από τη μόδα

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβγαίνω — Ν (αμτβ.) 1. εξέρχομαι, βγαίνω κάπου για πρώτη φορά («πότε πρωτοβγήκε από το σπίτι ο μικρός;») 2. (για καρπούς, προϊόντα) παράγομαι ή εκτίθεμαι για πώληση για πρώτη φορά 3. (για λόγο) κοινολογούμαι, διαδίδομαι ως φήμη για πρώτη φορά 4. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»